καρπουμένους

καρπουμένους
καρπέω
pres part mp masc acc pl (attic epic doric)
καρπόω
bear fruit
pres part mp masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηπειρωτικός — ή, ό (AM ἠπειρωτικός, ή, όν) [ηπειρώτης] 1. αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει σε μεγάλη έκταση γης, σε αντιδιαστολή με τα νησιά (α. «ηπειρωτική Ευρώπη» β. «ἠπειρωτικά ἔθνη καρπουμένους», Ξεν.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή κατάγεται ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”